κρυστάλλινα

κρυστάλλινα
κρυστάλλινος
icy
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κρυστάλλινα όρη — (Monts de Cristal). Ορεινό συγκρότημα (μέγιστο υψόμετρο 914 μ.) της ισημερινής Αφρικής. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Γκαμπόν, ανάμεσα στα σύνορα με την Ισημερινή Γουινέα και τον ποταμό Ογκοουέ. Αποτελεί τμήμα του υπόβαθρου, που προεξέχει, καθώς …   Dictionary of Greek

  • βιτρίνα — η 1. προθήκη καταστήματος με τζάμι ή κρύσταλλο 2. έπιπλο, θήκη για ασημικά, διακοσμητικά μικροτεχνήματα κ.λπ. με γυάλινα ή κρυστάλλινα θυρόφυλλα 3. φρ. «έργα βιτρίνας» έργα που γίνονται για επίδειξη και όχι για ουσιαστική ωφέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλοφανής — ές (Α κρυσταλλοφανής, ές) αυτός που έχει διάφανη όψη σαν το κρύσταλλο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρυσταλλοφανῆ κρυστάλλινα ποτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, παθ. αόρ. τού φαίνω), πρβλ. αληθο φανής,… …   Dictionary of Greek

  • τελεφερίκ — (télépherique). Σύστημα εναέριας μεταφοράς ατόμων με σχοινιά. Οι τροχιές του τ. ή σχοινόδρομου, αποτελούνται από δύο συρματόσχοινα, ένα για κάθε διαδρομή. Τα οχήματα είναι μικροί ξύλινοι ή μεταλλικοί θάλαμοι, με συρόμενες θύρες και μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • εμακιμονό — Ιαπωνική λέξη που αναφέρεται στις αρχέγονες μορφές του εικονογραφημένου βιβλίου, οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά τις περιόδους Xεϊάν και Kαμακούρα. Πρόκειται για ζωγραφικά έργα, φιλοτεχνημένα μαζί με γραπτές περικοπές, σε μακριές λωρίδες χαρτιού,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • υαλοτέχνης — ο ο υαλουργός (βλ. λ.) και μάλιστα αυτός που κατεργάζεται τα κρυστάλλινα είδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”